βογγάω

βογγάω
(αόρ. βόγγηξα и βόγγησα) αμετ.
1) стонать, охать; тяжело вздыхать; 2) перен. шуметь, бушевать,. реветь, рокотать (о море, буре)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βογγάω" в других словарях:

  • γογγολογώ — ( άω) βογγάω συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • βογκάω — (σπάν. βογκώ), βόγκηξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: βογκάω : συναντάται και η γραφή βογγάω. Σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, σωστότερο είναι το βογκάω, ως εξέλιξη του αρχαίου γογγύζω, με το οποίο δεν είναι πλέον φανερή η σχέση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»